κωλῆ — thighbone with the flesh on it fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλῇ — κωλῆ thighbone with the flesh on it fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλᾶς — κωλῆ thighbone with the flesh on it fem acc pl (attic doric) κωλῆ thighbone with the flesh on it fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλαῖ — κωλῆ thighbone with the flesh on it fem nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλῆν — κωλῆ thighbone with the flesh on it fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλῆς — κωλῆ thighbone with the flesh on it fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκωλος — (I) η ο [κώλος] 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει κανονικούς, δηλαδή επαρκώς ανεπτυγμένους γλουτούς 2. (για δοχεία) αυτός που δεν έχει πυθμένα, πάτο. (II) ἄκωλος, ον (Α) [κῶλον] αυτός που δεν έχει κώλα, δηλαδή μέλη, ο ακρωτηριασμένος. (III)… … Dictionary of Greek
άωρος — (I) ἄωρος, ον (Α) [ώρα] 1. ανώριμος, άγουρος 2. άκαιρος, παράκαιρος 3. δύσμορφος, αποκρουστικός. (II) ἄωρος, ον (Α) 1. μετέωρος 2. (για πόδια ζώου) μπροστινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολογίας, στην οποία έχουν δοθεί διάφορες… … Dictionary of Greek
член — Заимств. из цслав., др. русск. челенъкъ – то же, Поуч. Ефрем. Сирина (Шахматов, Очерк 153), пачеленъкъ небольшой член , укр. челен член , диал. (карп. укр.) челенки мн. фаланги пальцев , сербск. цслав. чланъ (ст. слав. *члѣнъ), болг. члан, члян… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
КОЛАКРЕТЫ — • Κωλακρέται (от κωλη̃), бедренная кость, и αγείρω, поэтому более древняя форма κωλαγρέτης, первоначально собиратели тех кусков жертвенного животного, которые назначались для приношения богам, распорядители известных народных… … Реальный словарь классических древностей