κωλή

κωλή
κωλῆ, και ασυναίρ. τ. κωλέα, και διαλ. τ. κωλία, ἡ (Α) [κώλον]
1. οστό μηρού μαζί με τη σάρκα, μπούτι, κυρίως χοίρου, χοιρομέρι («οἴμοι δὲ κωλῆς ἥν ἐγὼ κατήσθιον», Αριστοφ.)
2. το μερίδιο ιέρειας σε θυσία
3. το ανδρικό μόριο
4. (κατά τον Ησύχ.) (ο ασυναίρ. τ.) κωλέα
«ἀγκαλίς, δέσμη χόρτου».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κωλῆ — thighbone with the flesh on it fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλῇ — κωλῆ thighbone with the flesh on it fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλᾶς — κωλῆ thighbone with the flesh on it fem acc pl (attic doric) κωλῆ thighbone with the flesh on it fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλαῖ — κωλῆ thighbone with the flesh on it fem nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλῆν — κωλῆ thighbone with the flesh on it fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλῆς — κωλῆ thighbone with the flesh on it fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκωλος — (I) η ο [κώλος] 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει κανονικούς, δηλαδή επαρκώς ανεπτυγμένους γλουτούς 2. (για δοχεία) αυτός που δεν έχει πυθμένα, πάτο. (II) ἄκωλος, ον (Α) [κῶλον] αυτός που δεν έχει κώλα, δηλαδή μέλη, ο ακρωτηριασμένος. (III)… …   Dictionary of Greek

  • άωρος — (I) ἄωρος, ον (Α) [ώρα] 1. ανώριμος, άγουρος 2. άκαιρος, παράκαιρος 3. δύσμορφος, αποκρουστικός. (II) ἄωρος, ον (Α) 1. μετέωρος 2. (για πόδια ζώου) μπροστινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολογίας, στην οποία έχουν δοθεί διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • член — Заимств. из цслав., др. русск. челенъкъ – то же, Поуч. Ефрем. Сирина (Шахматов, Очерк 153), пачеленъкъ небольшой член , укр. челен член , диал. (карп. укр.) челенки мн. фаланги пальцев , сербск. цслав. чланъ (ст. слав. *члѣнъ), болг. члан, члян… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • КОЛАКРЕТЫ —    • Κωλακρέται (от κωλη̃),          бедренная кость, и αγείρω, поэтому более древняя форма κωλαγρέτης, первоначально собиратели тех кусков жертвенного животного, которые назначались для приношения богам, распорядители известных народных… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”